- οιστροδίνητος
- οἰστροδίνητος, -ον (Α)(ποιητ. τ.)1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιππο-δίνητος, σφονδυλο-δίνητος].
Dictionary of Greek. 2013.